αόριστος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina[editovat]

etymologie[editovat]

přídavné jméno[editovat]

skloňování[editovat]

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αόριστος αόριστη αόριστο αόριστοι αόριστες αόριστα
genitiv αορίστου /
αόριστου
αόριστης αορίστου /
αόριστου
αορίστων /
αόριστων
αορίστων /
αόριστων
αορίστων /
αόριστων
akuzativ αόριστον αόριστη αόριστο αορίστους /
αόριστους
αόριστες αόριστα
vokativ αόριστε αόριστη αόριστο αόριστοι αόριστες αόριστα

význam[editovat]

  1. vágní, nejasný, nevymezený

podstatné jméno[editovat]

  • rod mužský

skloňování[editovat]

Substantivum singulár plurál
nominativ αόριστος αόριστοι
genitiv αορίστου / αόριστου αορίστων / αόριστων
akuzativ αόριστο αορίστους / αόριστους
vokativ αόριστε αόριστοι

význam[editovat]

  1. aorist