ελπιδοφόρος
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ɛl.pi.ðɔ.ˈfɔ.ɾɔs]
přídavné jméno
[editovat]- troj- i dvojvýchodné
- ve femininu singuláru je tzv. alfa purum
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | ελπιδοφόρος | ελπιδοφόρα | ελπιδοφόρο | ελπιδοφόροι | ελπιδοφόρες | ελπιδοφόρα |
genitiv | ελπιδοφόρου | ελπιδοφόρας | ελπιδοφόρου | ελπιδοφόρων | ελπιδοφόρων | ελπιδοφόρων |
akuzativ | ελπιδοφόρον | ελπιδοφόρα | ελπιδοφόρο | ελπιδοφόρους | ελπιδοφόρες | ελπιδοφόρα |
vokativ | ελπιδοφόρε | ελπιδοφόρα | ελπιδοφόρο | ελπιδοφόροι | ελπιδοφόρες | ελπιδοφόρα |
význam
[editovat]- (přeneseně) slibný, nadějný
- Ο Κνουτ Μούλερ-Νίλσεν από την Αστυνομία του Μπέργεν του είχε πει ότι η Κατρίνε ήταν μια από τις πιο ελπιδοφόρες ντετέκτιβ της Υπηρεσίας, ένα ανερχόμενο αστέρι. – Knut Muler-Nilssen z bergenské policie mu řekl, že Katrine je jedna z nejnadějnějších detektivů u služby, vycházející hvězda.[1]
synonyma
[editovat]- (knižně) φέρελπις
související
[editovat]poznámky
[editovat]- ↑ Jo Nesbo: Χιονάνθρωπος, str. 386, překlad Γωγώ Αρβανίτη, nakladatelství Μεταίχμιο, Athény 2012