επιβλητικός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte επιβλητικώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [epi.vli.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ επιβλητικός επιβλητική επιβλητικό επιβλητικοί επιβλητικές επιβλητικά
genitiv επιβλητικού επιβλητικής επιβλητικού επιβλητικών επιβλητικών επιβλητικών
akuzativ επιβλητικό(ν) επιβλητική επιβλητικό επιβλητικούς επιβλητικές επιβλητικά
vokativ επιβλητικέ επιβλητική επιβλητικό επιβλητικοί επιβλητικές επιβλητικά

význam

[editovat]
  1. impozantní, velkolepý, grandiózní, působivý
    • Το Ανάκτορο Τσερνιν είναι το πιο επιβλητικό κτίριο της πλατείας Loretánské. – Černínský palác je nejimpozantněnjší stavbou Loretánského náměstí.

synonyma

[editovat]
  1. μεγαλειώδης, εντυπωσιακός

související

[editovat]