κοροϊδευτικός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte κοροϊδευτικώς.

řečtina[editovat]

výslovnost[editovat]

  • IPA: [kɔ.rɔ.jɪ.ðef.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno[editovat]

  • trojvýchodné

skloňování[editovat]

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ κοροϊδευτικός κοροϊδευτική κοροϊδευτικό κοροϊδευτικοί κοροϊδευτικές κοροϊδευτικά
genitiv κοροϊδευτικού κοροϊδευτικής κοροϊδευτικού κοροϊδευτικών κοροϊδευτικών κοροϊδευτικών
akuzativ κοροϊδευτικό(ν) κοροϊδευτική κοροϊδευτικό κοροϊδευτικούς κοροϊδευτικές κοροϊδευτικά
vokativ κοροϊδευτικέ κοροϊδευτική κοροϊδευτικό κοροϊδευτικοί κοροϊδευτικές κοροϊδευτικά

význam[editovat]

  1. uštěpačný, jízlivý, posměšný

synonyma[editovat]

  1. μυκτηριστικός, χλευαστικός, ειρωνικός

související[editovat]