αμφισβητήσιμος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte ἀμφισβητήσιμος.

novořečtina[editovat]

výslovnost[editovat]

  • IPA: [aɱ.fi.zvi.ˈti.si.mɔs]

přídavné jméno[editovat]

skloňování[editovat]

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αμφισβηττήσιμος αμφισβηττήσιμη αμφισβηττήσιμο αμφισβηττήσιμοι αμφισβηττήσιμες αμφισβηττήσιμα
genitiv αμφισβηττήσιμου αμφισβηττήσιμης αμφισβηττήσιμου αμφισβηττήσιμων αμφισβηττήσιμων αμφισβηττήσιμων
akuzativ αμφισβηττήσιμον αμφισβηττήσιμη αμφισβηττήσιμο αμφισβηττήσιμους αμφισβηττήσιμες αμφισβηττήσιμα
vokativ αμφισβηττήσιμε αμφισβηττήσιμη αμφισβηττήσιμο αμφισβηττήσιμοι αμφισβηττήσιμες αμφισβηττήσιμα

význam[editovat]

  1. zpochybnitelný, diskutabilní

synonyma[editovat]

  1. συζητήσιμος, επισφαλής, αμφίβολος

antonyma[editovat]

  1. αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, ασυζήτητος

související[editovat]