βραδυκίνητος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina[editovat]

výslovnost[editovat]

  • IPA: [vra.ðiˈci.nɪ.tɔs]

přídavné jméno[editovat]

  • nestupňovatelné

skloňování[editovat]

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ βραδυκίνητος βραδυκίνητη βραδυκίνητο βραδυκίνητοι βραδυκίνητες βραδυκίνητα
genitiv βραδυκίνητου βραδυκίνητης βραδυκίνητου βραδυκίνητων βραδυκίνητων βραδυκίνητων
akuzativ βραδυκίνητον βραδυκίνητη βραδυκίνητο βραδυκίνητους βραδυκίνητες βραδυκίνητα
vokativ βραδυκίνητε βραδυκίνητη βραδυκίνητο βραδυκίνητοι βραδυκίνητες βραδυκίνητα

význam[editovat]

  1. (knižně, odborně) liknavý, pomalý, nerychlý, povlovný, loudavý
  2. (přeneseně, knižně) zaostávající, upadající

synonyma[editovat]

  1. σιγανός

související[editovat]