Εκκλησιά μολυβδωτή, μολυβδοκονδυλοπελεκητή ποιός τη μολυβδοκονδυλοπελεκούσε; Ο γιός του μολυβδοκαντηλοπελεκητή. Να'χα κι εγώ τα σύνεργα...
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [e.kli.ˈsja mɔ.liv.ðɔ.ˈti mɔ.liv.ðɔ.kɔn.ðɪ.lɔ.pe.le.ci.ˈti pjɔ.sti.mɔ.liv.ðɔ.kɔn.ðɪ.lɔ.pe.le.ˈku.se o ʝɔs.tu.mɔ.liv.ðɔ.kan.dɪ.lɔ.pe.le.ci.ˈti. ˈna.xa ce.ˈɣo. ta.ˈsi.neɾ.ɣɣa.ta.ˈmi.ner.ʁɣa.tu.ˈʝu.tu.mɔ.liv.ðɔ.kɔn.ðɪ.lɔ.pe.le.ci.ˈti na.ti.mɔ.liv.ðɔ.kɔn.ðɪ.lɔ.pe.le.ˈku.sa.ka.ˈli.te.ra.ˀap.ton.ɟɔ.tu.mɔ.liv.ðɔ.kɔn.ðɪ.lɔ.pe.le.ci.ˈti]
jazykolam
[editovat]- Εκκλησιά μολυβδωτή, μολυβδοκονδυλοπελεκητή - ποιός τη μολυβδοκοντυλοπελεκούσε; Ο γιός του μολυβδοκονδυλοπελεκητή. Να'χα κι εγώ τα σύνεργα τα μύνεργα του γιού του μολυβδοκονδυλοπελεκητή να τη μολυβδοκονδυλοπελεκούσα καλύτερα απ΄το γιο του μολυβδοκονδυλοπελεκητή.
význam
[editovat]- Poolověný, olovem tepaný kostel. Kdopak ho olovem tepal? Olovopotepávačův syn. Kéž bych i já měl(a) náčiní syna olovo(po)tep(áv)ače, abych ten kostel olovem potepal lépe než syn olovotepače.