ανεκμετάλλευτος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [a.nɛk.me.ˈta.lɛf.tɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • slovesné trpné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ανεκμετάλλευτος ανεκμετάλλευτη ανεκμετάλλευτο ανεκμετάλλευτοι ανεκμετάλλευτες ανεκμετάλλευτα
genitiv ανεκμετάλλευτου ανεκμετάλλευτης ανεκμετάλλευτου ανεκμετάλλευτων ανεκμετάλλευτων ανεκμετάλλευτων
akuzativ ανεκμετάλλευτον ανεκμετάλλευτη ανεκμετάλλευτο ανεκμετάλλευτους ανεκμετάλλευτες ανεκμετάλλευτα
vokativ ανεκμετάλλευτε ανεκμετάλλευτη ανεκμετάλλευτο ανεκμετάλλευτοι ανεκμετάλλευτες ανεκμετάλλευτα

význam

[editovat]
  1. (knižně) nevyužitý, nevytěžený
    • Ούτε ένα δευτερόλεπτο της ζωής μου δεν το αφήνω ανεκμετάλλευτο. – Nenechávám ani vteřinu svého života nevyužitou.

související

[editovat]