ανεκμετάλλευτος
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [a.nɛk.me.ˈta.lɛf.tɔs]
přídavné jméno
[editovat]- slovesné trpné
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | ανεκμετάλλευτος | ανεκμετάλλευτη | ανεκμετάλλευτο | ανεκμετάλλευτοι | ανεκμετάλλευτες | ανεκμετάλλευτα |
genitiv | ανεκμετάλλευτου | ανεκμετάλλευτης | ανεκμετάλλευτου | ανεκμετάλλευτων | ανεκμετάλλευτων | ανεκμετάλλευτων |
akuzativ | ανεκμετάλλευτον | ανεκμετάλλευτη | ανεκμετάλλευτο | ανεκμετάλλευτους | ανεκμετάλλευτες | ανεκμετάλλευτα |
vokativ | ανεκμετάλλευτε | ανεκμετάλλευτη | ανεκμετάλλευτο | ανεκμετάλλευτοι | ανεκμετάλλευτες | ανεκμετάλλευτα |
význam
[editovat]- (knižně) nevyužitý, nevytěžený
- Ούτε ένα δευτερόλεπτο της ζωής μου δεν το αφήνω ανεκμετάλλευτο. – Nenechávám ani vteřinu svého života nevyužitou.