Přeskočit na obsah

ανταγωνιστικός

Z Wikislovníku

Možná hledáte ἀνταγωνιστικός nebo ανταγωνιστικώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [an.da.ɣɔ.ni.sti.ˈkɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ανταγωνιστικός ανταγωνιστική ανταγωνιστικό ανταγωνιστικοί ανταγωνιστικές ανταγωνιστικά
genitiv ανταγωνιστικού ανταγωνιστικής ανταγωνιστικού ανταγωνιστικών ανταγωνιστικών ανταγωνιστικών
akuzativ ανταγωνιστικό(ν) ανταγωνιστική ανταγωνιστικό ανταγωνιστικούς ανταγωνιστικές ανταγωνιστικά
vokativ ανταγωνιστικέ ανταγωνιστική ανταγωνιστικό ανταγωνιστικοί ανταγωνιστικές ανταγωνιστικά

význam

[editovat]
  1. konkurenční, soutěžní, kompetitivní
  2. rivalský, soutěživý
  3. antagonistický

související

[editovat]