Přeskočit na obsah

αποτυχημένος

Z Wikislovníku

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [a.pɔ.tɪ.çi.ˈme.nos]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodné
  • stupňovatelné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αποτυχημένος αποτυχημένη αποτυχημένο αποτυχημένοι αποτυχημένες αποτυχημένα
genitiv αποτυχημένου αποτυχημένης αποτυχημένου αποτυχημένων αποτυχημένων αποτυχημένων
akuzativ αποτυχημένον αποτυχημένη αποτυχημένο αποτυχημένους αποτυχημένες αποτυχημένα
vokativ αποτυχημένε αποτυχημένη αποτυχημένο αποτυχημένοι αποτυχημένες αποτυχημένα

význam

[editovat]
  1. neúspěšný

synonyma

[editovat]
  1. ανεπιτυχής

antonyma

[editovat]
  1. επιτυχημένος, επιτυχής

související

[editovat]