γεροντοπαλίκαρο
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ʝɛ.rɔⁿ.dɔ.pa.ˈli.ka.rɔ]
etymologie
[editovat]Složenina z γέροντας, γέρων — starý, stařec a παλικάρι — chasník, junák.
podstatné jméno
[editovat]- rod střední
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | γεροντοπαλίκαρο | γεροντοπαλίκαρα |
genitiv | γεροντοπαλίκαρου | γεροντοπαλικάρων |
akuzativ | γεροντοπαλίκαρο | γεροντοπαλίκαρα |
vokativ | γεροντοπαλίκαρο | γεροντοπαλίκαρα |
význam
[editovat]- starý mládenec
- Αυτός είναι γεροντοπαλίκαρο - ποτέ του δεν είχε κέφι να παντρευτεί. – Je starý mládenec - nikdy se mu do ženění nechtělo.
synonyma
[editovat]související
[editovat]- γεροντοπαλικάρικος (staromládenecký)
- γεροντοκόρη (stará panna)
- γέροντας (stařec)
- γέρος (starý)
- παλληκάρι (junák, chasník, mládenec)