γιουγκοσλαβικός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte γιουγκοσλαβικώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [jʊ.gɔ.sla.viˈko̞s]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ γιουγκοσλαβικός γιουγκοσλαβική γιουγκοσλαβικό γιουγκοσλαβικοί γιουγκοσλαβικές γιουγκοσλαβικά
genitiv γιουγκοσλαβικού γιουγκοσλαβικής γιουγκοσλαβικού γιουγκοσλαβικών γιουγκοσλαβικών γιουγκοσλαβικών
akuzativ γιουγκοσλαβικό(ν) γιουγκοσλαβική γιουγκοσλαβικό γιουγκοσλαβικούς γιουγκοσλαβικές γιουγκοσλαβικά
vokativ γιουγκοσλαβικέ γιουγκοσλαβική γιουγκοσλαβικό γιουγκοσλαβικοί γιουγκοσλαβικές γιουγκοσλαβικά

význam

[editovat]
  1. (dříve, v historii) jugoslávský
    • Όπλα του πρώην γιουγκοσλαβικού στρατού χρησιμοποίησαν οι τζιχαντιστές στο Παρίσι. – Džihádisté v Paříži použili zbraně bývalé jugoslávské armády.[1]
    • Οι έλληνες έμποροι ταξίδευαν προς τις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες με τα καραβάνια, τα οποία στάθμευαν στα χάνια. – Řečtí kupci cestovali na území pozdějších jugoslávských zemí karavami, které ustájovali v zájezdních hostincích.[2]
    • Από μια γενική άποψη, η εργασία του φωτίζει τη θέση της Ελλάδας της Γιουγκοσλαβίας και των Βαλκανίων στην πολιτική του Στάλιν, του Τσόρτσιλ και του Ρούζβελτ κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας σύγκρουσης και την ίδια στιγμή αναμετρά με ακρίβεια το ρόλο αυτής της περιοχής στις σχέσεις μεταξύ των Μεγάλων μετά το 1945, δείχνοντας αξιοθαύμαστα ότι οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις αποτελούν ένα από τα βασικά κλειδιά για την κατανόηση των μηχανισμών της εισόδου στον Ψυχρό Πόλεμο. – Z všeobecného pohledu osvětluje jeho práce pozici Řecka, Jugoslávie a Balkánu v politice Stalina, Churchila a Roosevelta během globálního konfliktu a zároveň s přesností vyměřuje roli tohoto období ve vztazích mezi velmocemi po roce 1945, prokazujíc obdivuhodně, že řecko-jugoslávské vztahy jsou jedním z hlavních klíčů k pochopení mechanismů vstupu do studené války.[3]
  2. (lidově, hovorově) (nepřesně) srb(sk)ochorvatský

synonyma

[editovat]
  1. σερβοκροατικός

slovní spojení

[editovat]

související

[editovat]

poznámky

[editovat]
  1. [1]
  2. [2], v textu je nepřesně "k bývalým jugoslávským zemím"
  3. Robert Frank, Φοίβος Οικονομίδης: Τo παγκόσμιο παιχνίδι στα Βαλκάνια