διεπιστημονικότητα

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [ˌðjɛ.pi.sti.mɔ.niˈkɔ.ti.ta]

dělení

[editovat]
  • δι‐ε‐πι‐στη‐μο‐νι‐κό‐τη‐τα

podstatné jméno

[editovat]
  • rod ženský

skloňování

[editovat]
Substantivum singulár plurál
nominativ διεπιστημονικότητα διεπιστημονικότητες
genitiv διεπιστημονικότητας διεπιστημονικοτήτων
akuzativ διεπιστημονικότητα διεπιστημονικότητες
vokativ διεπιστημονικότητα διεπιστημονικότητες

význam

[editovat]
  1. interdisciplinarita, mezioborovost, interdisciplinárnost

související

[editovat]