δολιχός
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
Možná hledáte δόλιχος.
starořečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]přídavné jméno
[editovat]- trojvýchodné
přepis
[editovat]- český: dolichos
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | duál | plurál | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | δολιχός | δολιχή | δολιχόν | δολιχώ | δολιχᾱ́ | δολιχώ | δολιχοί | δολιχαί | δολιχᾰ́ |
genitiv | δολιχοῦ | δολιχῆς | δολιχοῦ | δολιχοῖν | δολιχαῖν | δολιχοῖν | δολιχῶν | δολιχῶν | δολιχῶν |
dativ | δολιχῷ | δολιχῇ | δολιχῷ | δολιχοῖν | δολιχαῖν | δολιχοῖν | δολιχοῖς | δολιχαῖς | δολιχοῖς |
akuzativ | δολιχόν | δολιχήν | δολιχόν | δολιχώ | δολιχᾱ́ | δολιχώ | δολιχούς | δολιχᾱ́ς | δολιχᾰ́ |
vokativ | δολιχέ | δολιχή | δολιχόν | δολιχώ | δολιχᾱ́ | δολιχώ | δολιχοί | δολιχαί | δολιχᾰ́ |
význam
[editovat]- (básnicky) dlouhý, protáhlý
- ἐστὶ δὲ τὸ δενδρίον μεγέθει μὲν πτελέης καὶ πεύκης οὐθέν τι μεῖον, ἀκρεμόνας δὲ ἔχει θαμέας καὶ δολιχοὺς καὶ ἐπ᾽ ὀλίγον ἀκανθώδεας, τὸ δὲ φύλλον τέρεν καὶ χλωρόν, τῇ φυῇ περιφερές, καρποφορεῖ δὲ δὶς τοῦ ἔτεος[1]
- βροτὸς δ᾽ εὖ οἶδα καὶ αὐτὸς θνητὸς ἐών δολιχαῖς δ᾽ ἐλπίσι παιζόμενος, αὐτὸς ἑκοντὶ γέγηθα πλανώμενος[2]
- sáhodlouhý
související
[editovat]- δολιχοκέφαλος
- δολιχεύειν
- δολιχεγχής
- δολιχοδρομέω
- δολιχόφρων
- δολιχαύχην
- δολιχόσκιος
- δολιχήρετμος
- ἐν δολιχῷ