ημιπολύτιμος λίθος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [i.mi.po.ˈli.ti.mo.ˈzli.θos]

slovní spojení

[editovat]

skloňování

[editovat]
Substantivum singulár plurál
nominativ ημιπολύτιμος λίθος ημιπολύτιμοι λίθοι
genitiv ημιπολύτιμου λίθου ημιπολύτιμων λίθων
akuzativ ημιπολύτιμο λίθο ημιπολύτιμους λίθους
vokativ ημιπολύτιμε λίθε ημιπολύτιμοι λίθοι

význam

[editovat]
  1. polodrahokam
    • ο αμέθυστος και ο χαλαζίας ανήκουν στους ημιπολύτιμους λίθους – ametyst a křemen patří k polodrahokamům

související

[editovat]