θυμοραϊστής

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

starořečtina

[editovat]
  • homérovská

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [tʰyː.mo.ra.is.tɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [θi.mo.ra.isˈtis] (byzantská pozdní)

přepis

[editovat]
  • (český) thýmoraistés

varianty

[editovat]

přídavné jméno

[editovat]
  • dvojvýchodné

význam

[editovat]
  1. smrtící, duchomorný, duchohubný

skloňování

[editovat]
Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ θυμοραϊστής θυμοραϊστής θυμοραϊστές θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖς θυμοραϊστεῖς θυμοραϊστῆ
genitiv θυμοραϊστοῦς θυμοραϊστοῦς θυμοραϊστοῦς θυμοραϊστοῖν θυμοραϊστοῖν θυμοραϊστοῖν θυμοραϊστῶν θυμοραϊστῶν θυμοραϊστῶν
dativ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστοῖν θυμοραϊστοῖν θυμοραϊστοῖν θυμοραϊστέσιν θυμοραϊστέσιν θυμοραϊστέσιν
akuzativ θυμοραϊστῆ θυμοραϊστῆ θυμοραϊστές θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖς θυμοραϊστεῖς θυμοραϊστῆ
vokativ θυμοραϊστής θυμοραϊστής θυμοραϊστές θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖ θυμοραϊστεῖς θυμοραϊστεῖς θυμοραϊστῆ

synonyma

[editovat]
  1. (přibližně) θυμοβόρος

související

[editovat]