Přeskočit na obsah

καινούργιος

Z Wikislovníku

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [cɛ.ˈnu.ɾʝɔs]

přídavné jméno

[editovat]

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ καινούργιος καινούργια καινούργιο καινούργιοι καινούργιες καινούργια
genitiv καινούργιου καινούργιας καινούργιου καινούργιων καινούργιων καινούργιων
akuzativ καινούργιον καινούργια καινούργιο καινούργιους καινούργιες καινούργια
vokativ καινούργιε καινούργια καινούργιο καινούργιοι καινούργιες καινούργια

význam

[editovat]
  1. nový

synonyma

[editovat]
  1. νέος

antonyma

[editovat]
  1. παλιός