καπνοδοχοκαθαριστής

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [ka.pno.ðo.xo.ka.θa.ri.ˈstis]

podstatné jméno

[editovat]
  • rod mužský

skloňování

[editovat]
Substantivum singulár plurál
nominativ καπνοδοχοκαθαριστής καπνοδοχοκαθαριστές
genitiv καπνοδοχοκαθαριστής καπνοδοχοκαθαριστών
akuzativ καπνοδοχοκαθαριστή καπνοδοχοκαθαριστές
vokativ καπνοδοχοκαθαριστή καπνοδοχοκαθαριστές

význam

[editovat]
  1. kominík

související

[editovat]