κατεύθυνση
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [kaˈtef.θin.si]
varianty
[editovat]- (knižně, zastarale) κατεύθυνσις
podstatné jméno
[editovat]- ženský rod
- se změnou přízvuku
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | κατεύθυνση | κατευθύνσεις |
genitiv | κατευθύνσεως nebo κατεύθυνσης | κατευθύνσεων |
akuzativ | κατεύθυνση | κατευθύνσεις |
vokativ | κατεύθυνση | κατευθύνσεις |
význam
[editovat]- směr, směřování, zaměření
- Γεια σας! Είμαι μαθήτρια της Β' λυκείου και δυσκολεύομαι πολύ στο να αποφασίσω ποια κατεύθυνση να ακολουθήσω... – Dobrý den! Jsem studentkou druhého ročníku gymnázia a činí mi veliké obtíže se rozhodnout o svém dalším zaměření...
- Πού να επιβιβαστούμε ; Σε ποιά κατεύθυνση του μετρό; – Kde máme nastoupit do metra? V jakém směru?