κοινοβουλευτικός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte κοινοβουλευτικώς.

řečtina[editovat]

výslovnost[editovat]

  • IPA: [ci.no.vu.lef.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno[editovat]

  • trojvýchodné
  • nestupňovatelné

skloňování[editovat]

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ κοινοβουλευτικός κοινοβουλευτική κοινοβουλευτικό κοινοβουλευτικοί κοινοβουλευτικές κοινοβουλευτικά
genitiv κοινοβουλευτικού κοινοβουλευτικής κοινοβουλευτικού κοινοβουλευτικών κοινοβουλευτικών κοινοβουλευτικών
akuzativ κοινοβουλευτικό(ν) κοινοβουλευτική κοινοβουλευτικό κοινοβουλευτικούς κοινοβουλευτικές κοινοβουλευτικά
vokativ κοινοβουλευτικέ κοινοβουλευτική κοινοβουλευτικό κοινοβουλευτικοί κοινοβουλευτικές κοινοβουλευτικά

význam[editovat]

  1. parlamentní, sněmovní, parlamentární

synonyma[editovat]

  1. βουλευτικός

slovní spojení[editovat]

související[editovat]