μανιοκαταθλιπτικός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte μανιοκαταθλιπτικώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [ma.njɔ.ka.ta.θlip.tɪ.ˈkɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ μανιομανιοκαταθλιπτικός μανιοκαταθλιπτική μανιοκαταθλιπτικό μανιοκαταθλιπτικοί μανιοκαταθλιπτικές μανιοκαταθλιπτικά
genitiv μανιοκαταθλιπτικού μανιοκαταθλιπτικής μανιοκαταθλιπτικού μανιοκαταθλιπτικών μανιοκαταθλιπτικών μανιοκαταθλιπτικών
akuzativ μανιοκαταθλιπτικό(ν) μανιοκαταθλιπτική μανιοκαταθλιπτικό μανιοκαταθλιπτικούς μανιοκαταθλιπτικές μανιοκαταθλιπτικά
vokativ μανιοκαταθλιπτικέ μανιοκαταθλιπτική μανιοκαταθλιπτικό μανιοκαταθλιπτικοί μανιοκαταθλιπτικές μανιοκαταθλιπτικά

význam

[editovat]
  1. maniodepresivní, maniakálně depresivní, stižený bipolární afektivní poruchou

související

[editovat]

slovní spojení

[editovat]