μεταμφιεσμένος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [mε.tam.fi.εz.ˈmε.nɔs], [mε.tam.fʝε.ˈzmε.nɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • slovesné trpné
  • trojvýchodné
  • nestupňovatelné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ μεταμφιεσμένος μεταμφιεσμένη μεταμφιεσμένο μεταμφιεσμένοι μεταμφιεσμένες μεταμφιεσμένα
genitiv μεταμφιεσμένου μεταμφιεσμένης μεταμφιεσμένου μεταμφιεσμένων μεταμφιεσμένων μεταμφιεσμένων
akuzativ μεταμφιεσμένον μεταμφιεσμένη μεταμφιεσμένο μεταμφιεσμένους μεταμφιεσμένες μεταμφιεσμένα
vokativ μεταμφιεσμένε μεταμφιεσμένη μεταμφιεσμένο μεταμφιεσμένοι μεταμφιεσμένες μεταμφιεσμένα

význam

[editovat]
  1. převlečený (za někoho/něco), maskovaný, v převleku

související

[editovat]