μεταρρύθμιση

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [mɛ.ta.ˈɾi.θmi.si]

podstatné jméno

[editovat]
  • ženský rod
  • se změnou přízvuku

skloňování

[editovat]
Substantivum singulár plurál
nominativ μεταρρύθμιση μεταρρυθμίσεις
genitiv μεταρρυθμίσεως nebo μεταρρύθμισης μεταρρυθμίσεων
akuzativ μεταρρύθμιση μεταρρυθμίσεις
vokativ μεταρρύθμιση μεταρρυθμίσεις

význam

[editovat]
  1. reforma
    • Πόσο δύσκολο είναι να μεταρρυθμίσω ένα σονέττο του Σαίξπηρ ; – Jak těžké je reformovat Shakespearův sonet?

synonyma

[editovat]
  1. (knižně, archaicky) μεταρρύθμισις

související

[editovat]