παμμεγέθης

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

starořečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [pam.me.ɡé.tʰɛːs] (attická)
  • IPA: [pa.meˈʝe.θis] (byzantská pozdní)

přídavné jméno

[editovat]
  • dvojvýchodné

význam

[editovat]
  1. obrovitánský, olbřímí, nesmírný, velký jak hovado

skloňování

[editovat]
Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ παμμεγέθης παμμεγέθης παμμεγέθες παμμεγέθει παμμεγέθει παμμεγέθει παμμεγέθεις παμμεγέθεις παμμεγέθη
genitiv παμμεγέθους παμμεγέθους παμμεγέθους παμμεγέθοιν παμμεγέθοιν παμμεγέθοιν παμμεγέθων παμμεγέθων παμμεγέθων
dativ παμμεγέθει παμμεγέθει παμμεγέθει παμμεγέθοιν παμμεγέθοιν παμμεγέθοιν παμμεγέθεσιν παμμεγέθεσιν παμμεγέθεσιν
akuzativ παμμεγέθη παμμεγέθη παμμεγέθες παμμεγέθει παμμεγέθει παμμεγέθει παμμεγέθεις παμμεγέθεις παμμεγέθη
vokativ παμμεγέθες παμμεγέθες παμμεγέθες παμμεγέθει παμμεγέθει παμμεγέθει παμμεγέθεις παμμεγέθεις παμμεγέθη

synonyma

[editovat]
  1. γιγάντειος, πελώριος, γίγας

související

[editovat]