Přeskočit na obsah

περιπαικτικά

Z Wikislovníku

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [pe.ɾɪ.pɛk.ti.ˈka]

varianty

[editovat]
  1. περιπαιχτικά, περιπαικτικώς

příslovce

[editovat]
  • způsobu

význam

[editovat]
  1. nejapně, šprýmovně, posměšně, škádlivě
    • Τη στιγμή που ο Τραμπ αποπειράθηκε να μιλήσει περιπαικτικά για τους ρωμαιοκαθολικούς, δυνατή φωνή ακούστηκε να φωνάζει: «Τελείωνε!» – Ve chvíli, kdy se Trump pokusil si na účet katolíků zažertovat, ozval se hlasitý (vý)křik: „Konči!“[1]

synonyma

[editovat]
  1. χλευαστικά, περιγελαστικά

související

[editovat]

poznámky

[editovat]
  1. Αποδοκιμασίες κατά Ντ. Τραμπ και αστειάκια από Χ. Κλίντον, deník Καθημερινή, 22.října 2016, sekce Διεθνή, str.9