πιθηκοειδής
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [pi.θi.ko.iˈðis]
přídavné jméno
[editovat]- dvojvýchodné
význam
[editovat]- (v zoologii, odborně) opicovitý, opům podobný, opovitý, pitekoidní
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | πιθηκοειδής | πιθηκοειδής | πιθηκοειδές | πιθηκοειδείς | πιθηκοειδείς | πιθηκοειδή |
genitiv | πιθηκοειδούς | πιθηκοειδούς | πιθηκοειδούς | πιθηκοειδών | πιθηκοειδών | πιθηκοειδών |
akuzativ | πιθηκοειδή(ν) | πιθηκοειδή | πιθηκοειδές | πιθηκοειδείς | πιθηκοειδείς | πιθηκοειδή |
vokativ | πιθηκοειδής | πιθηκοειδής | πιθηκοειδές | πιθηκοειδείς | πιθηκοειδείς | πιθηκοειδή |
starořečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]přídavné jméno
[editovat]- dvojvýchodné
význam
[editovat]skloňování
[editovat]Číslo | singulár | duál | plurál | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | πιθηκοειδής | πιθηκοειδής | πιθηκοειδές | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖς | πιθηκοειδεῖς | πιθηκοειδῆ |
genitiv | πιθηκοειδοῦς | πιθηκοειδοῦς | πιθηκοειδοῦς | πιθηκοειδοῖν | πιθηκοειδοῖν | πιθηκοειδοῖν | πιθηκοειδῶν | πιθηκοειδῶν | πιθηκοειδῶν |
dativ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδοῖν | πιθηκοειδοῖν | πιθηκοειδοῖν | πιθηκοειδέσιν | πιθηκοειδέσιν | πιθηκοειδέσιν |
akuzativ | πιθηκοειδῆ | πιθηκοειδῆ | πιθηκοειδές | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖς | πιθηκοειδεῖς | πιθηκοειδῆ |
vokativ | πιθηκοειδής | πιθηκοειδής | πιθηκοειδές | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖ | πιθηκοειδεῖς | πιθηκοειδεῖς | πιθηκοειδῆ |