πλιατσικολογώ

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [pʎa.t͡sɪ.kɔ.lɔˈɣɔ]

etymologie

[editovat]

První složka vychází patrně z albánského plaçkë, které je pro změnu slovanského původu.

sloveso

[editovat]
  • intranzitivní
  • pravidelné

význam

[editovat]
  1. rabovat, drancovat, plundrovat
    • Κουκουλοφόροι ήταν οι σταυροφόροι που κατέστρεφαν, λεηλατούσαν, δολοφονούσαν, πλιατσικολογούσαν με το σταυρό στο χέρι στο όνομα του Χριστού. – Zakuklení byli křižáci, kteří ničili, loupili, vraždili, rabovali s křížem v ruce v Kristově jménu.
    • Το μαρμάρινο γουδί, αφού άνοιξε μια τρύπα τον πάτο, η μητέρα μου το έκανε γλάστρα. Το μπρούντζινο πλιατσικολογήθηκε από γειτόνισσες, όταν πέθανε η μητέρα και το ξύλινο το έχω, μαζί με μια μινιατούρα, αποθηκευμένο. – Z toho mramorového hmoždíře mi matka vyrobila květináč, když se mu proděravělo dno. Bronzový byl uloupen sousedkami, když maminka zemřela. A ten dřevěný stále mám schovaný.
    • Οι Ρωμαίοι και οι Οθωμανοί την κατείχαν την Χαλκιδική για αιώνες και οι Σαρακηνοί την πλιατσικολογούσαν, μα όταν έφευγαν, ήταν σαν και πριν. – Římané a Osmani Chalkidiku okupovali po staletí a Saracéni ji drancovali, ale když odešli, byla jako předtím.
    • Η δημόσια περιουσία που πλιατσικολογήθηκε δημεύεται και επαναποδίδεται για αξιοποίηση και για λογαριασμό της Ελληνικής κοινωνίας – Veřejné vlastnictví, které bylo vyplundrováno, je zkonfiskováno a navráceno k z užitkování řecké společnosti.

synonyma

[editovat]
  1. λαφυραγωγώ, αρπάζω, λεηλατώ

související

[editovat]