προέρχομαι

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [proˈer.xo.mɛ]

sloveso

[editovat]
  • intranzitivní mediopasivní
  • nepravidelné, vícekmenné

význam

[editovat]
  1. pocházet
    • Οι ισχυρισμοί ότι η πανδημία του κορωνοϊού προήλθε από εργαστήριο στην κινεζική επαρχιακή πρωτεύουσα Ουχάν είναι «κακόβουλοι» και «αβάσιμοι» και έρχονται σε αντίθεση με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δήλωσε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ιολογίας της Ουχάν (WIV) και διευθυντής του Εθνικού Εργαστηρίου Βιολογικής Ασφάλειας Γιουάν Ζιμίνγκ στο πρακτορείο Reuters. – Tvrzení, že pandemie koronaviru vzešla z laboratoře v čínské regionální metropoli Wuchan, jsou prý „pomlouvačná“ a „neopodstatněná“ a jsou v rozporu se všemi dostupnými údaji, uvedl agentuře Reuters ředitel Ústavu virologie ve Wuchanu (WIV) a ředitel Národní labratoře biologické bezpečnosti Yuan Zi-ming.[1]

synonyma

[editovat]
  1. (knižně) εκπορεύομαι

související

[editovat]

poznámky

[editovat]