προσπέλαση

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [prɔs.ˈpɛ.la.si]

podstatné jméno

[editovat]
  • rod ženský
  • deverbativum

skloňování

[editovat]
Substantivum singulár plurál
nominativ προσπέλαση προσπελάσεις
genitiv προσπελάσεως προσπελάσεων
akuzativ προσπέλαση προσπελάσεις
vokativ προσπέλαση προσπελάσεις

význam

[editovat]
  1. přístup
    • Προσπέλαση της στενώσεως του αμβλέος επιχειλίου με σύρμα ΧΤ 100.