προχειροφτιαγμένος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [pro.çi.rofcʲaˈɣmɛ.nɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • slovesné trpné
  • trojvýchodné

význam

[editovat]
  1. zfušovaný, spíchnutý horkou jehlou; zbastlený, velmi nahrubo a narychlo udělaný

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ προχειροφτιαγμένος nπροχειροφτιαγμένη προχειροφτιαγμένο προχειροφτιαγμένοι προχειροφτιαγμένες προχειροφτιαγμένα
genitiv προχειροφτιαγμένου προχειροφτιαγμένης προχειροφτιαγμένου προχειροφτιαγμένων προχειροφτιαγμένων προχειροφτιαγμένων
akuzativ προχειροφτιαγμένο προχειροφτιαγμένη προχειροφτιαγμένους προχειροφτιαγμένες
vokativ προχειροφτιαγμένη προχειροφτιαγμένο προχειροφτιαγμένες προχειροφτιαγμένα

související

[editovat]

externí odkazy

[editovat]