πρώην
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈpro.in]
etymologie
[editovat]Ze starořeckého πρῴην.
přídavné jméno
[editovat]- nesklonné
význam
[editovat]- bývalý, někdejší
- Ομοίως καταγράφονται μεγάλες ανισότητες ανάμεσα στις συντάξεις στις περιοχές της πρώην Δυτικής και της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. – Podobně jsou zaznamenávány veliké nerovnosti mezi penzemi v oblastech bývalého západního a bývalého Východního Německa[1]
- Παράλληλα, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι χθες –και μόλις η διάσκεψη της Ολομέλειας ολοκληρώθηκε– η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όπου επικεφαλής της είναι ο κ. Κων. Μενουδάκος, έγκριτος και κύρους δικαστικός λειτουργός και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρενέβη για τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων αντιπροέδρου του ΣτΕ.[2]
synonyma
[editovat]slovní spojení
[editovat]poznámky
[editovat]- ↑ Σημαντική μείωση των γερμανικών συντάξεων τα επόμενα χρόνια, deník Kathimerini
- ↑ Ιωάννα Μάνδρου: Οξύτατες αντιδράσεις από τις δικαστικές ενώσεις, deník Kathimerini