ριζοσπαστικοποιώ
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [rɪ.zɔ.spas.tɪ.kɔˈpjo]
sloveso
[editovat]- tranzitivní
- kontraktum pravidelné
význam
[editovat]- (odborně, v sociologii, v psychologii) radikalizovat
- Οπως προκύπτει από συνέντευξη του περιοδικού SPIEGEL με τον αδερφό του Αλάα Αλμπάκρ, ο νεαρός Σύρος πρόσφυγας στράφηκε στο ακραίο ισλάμ αφότου έφτασε στη Γερμανία. «Ο αδερφός μου ριζοσπαστικοποιήθηκε στη Γερμανία», ανέφερε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού που κυκλοφόρησε χθες ο Αλμπάκρ, ο οποίος παραμένει στη Συρία. – Jak vyplývá z interview časopisu Spiegel s bratrem Alláha Albakara, mladý syrský uprchlík se obrátil na extrémní islám poté, co dorazil do Německa. "Můj bratr se radikalizoval v Německu," uvedl v posledním čísle týdeníku, které vyšlo včera, Albakar, který zůstává v Sýrii.[1]
související
[editovat]poznámky
[editovat]- ↑ Tζιχαντιστές που ριζοσπαστικοποιούνται στις χώρες της Δύσης (Džihádisté, kteří se radikalizují v zemích Západu), deník Καθημερινή, 16.října 2016