σίδηρος
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈsiðiɾos]
dělení
[editovat]- σί-δη-ρος
podstatné jméno
[editovat]- rod mužský
- nepočitatelné
význam
[editovat]související
[editovat]- σίδερο
- λευκοσίδηρος
- σιδηρι-
- σιδηρο-
- σιδηρικυανιούχος
- σιδερένιος
- σιδηροκυανιούχος
- σιδηροβιομηχανία
- σιδηροδέσμιος
- σιδηροδημήτριο
- σιδηροδοκός
- σιδηρόδρομος
- σιδηρόκραμα
- σιδηρολοστός
- σιδηρομαγγάνιο
- σιδηρονικέλιο
- σιδηροπαγής
- σιδηροπενία
- σιδηροπυρίτης
- σιδηροπωλείο
- σιδηρορευστό
- σιδηροσωλήνας
- σιδηροτροχιά
- σιδηρουργείο
- σιδηρουργία
- σιδηρούχος
- σιδηροχρώμιο
- χυτοσίδηρος
- Příloha:Chemické prvky (řečtina)
slovní spojení
[editovat]- θειικού σιδήρου
- σιδηροκυανιούχο σίδηρο
- οξείδιο του σιδήρου
- τριοξείδιο του σιδήρου
- τριχλωριούχος σίδηρος
- καρβίδιο του σιδήρου
- διβρωμιούχος σίδηρος
- διυδροξείδιο του σιδήρου
- υπερσιδηρικό κάλιο
- οξαλικός σίδηρος
fráze a idiomy
[editovat]přídavné jméno
[editovat]- rod mužský
význam
[editovat]- (v obecném jazyce) železný
související
[editovat]externí odkazy
[editovat]- Google Books. Vyhledávání výrazu "σίδηρος" pro jazyk s kódem el.