σβουνοπασάλειφτος
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina[editovat]
výslovnost[editovat]
- IPA: [zvu.nɔ.pa.ˈsa.lif.tɔs]
přídavné jméno[editovat]
- slovesné trpné
skloňování[editovat]
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | σβουνοπασάλειφτος | σβουνοπασάλειφτη | σβουνοπασάλειφτο | σβουνοπασάλειφτοι | σβουνοπασάλειφτες | σβουνοπασάλειφτα |
genitiv | σβουνοπασάλειφτου | σβουνοπασάλειφτης | σβουνοπασάλειφτου | σβουνοπασάλειφτων | σβουνοπασαλειφτών | σβουνοπασάλειφτων |
akuzativ | σβουνοπασάλειφτον | σβουνοπασάλειφτη | σβουνοπασάλειφτο | σβουνοπασάλειφτους | σβουνοπασάλειφτες | σβουνοπασάλειφτα |
vokativ | σβουνοπασάλειφτε | σβουνοπασάλειφτη | σβουνοπασάλειφτο | σβουνοπασάλειφτοι | σβουνοπασάλειφτες | σβουνοπασάλειφτα |
význam[editovat]
- (zastarale) pomazaný, zmazaný (kravskými) lejny, upatlaný od kravinců
- ... η σύνοψη επεξεργασίας αποκρύφθηκε επειδή περιείχε σβουνοπασάλειφτα σχόλια ή προσωπικές πληροφορίες. – ...shrnutí editace bylo skryto, neboť obsahovalo komentáře zprasené kravskými lejny či osobní informace.