στυτική δυσλειτουργία

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina[editovat]

výslovnost[editovat]

  • IPA: [sti.tiˈci ðɪs.li.tuɾ.ˈʝi.a]

slovní spojení[editovat]

význam[editovat]

  1. (v lékařství, sexualita) erektilní dysfunkce
    • Σήμερα, η στυτική δυσλειτουργία είναι το πιο συνηθισμένο σεξουαλικό πρόβλημα στους άνδρες. Η στυτική δυσλειτουργία χαρακτηρίζεται από την τακτική αλλά και επαναλαμβανόμενη αδυναμία επίτευξης και κυρίως διατήρησης της στύσης, δηλ. επαρκούς ακαμψίας του ανδρικού μορίου, για την επίτευξη σεξουαλικής δραστηριότητας.

související[editovat]

externí odkazy[editovat]