Přeskočit na obsah

συγκεντρώνω

Z Wikislovníku

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [siŋ.ʄɛ.ˈdrɔ.nɔ], [siŋ.ʄɛn.ˈdrɔ.nɔ]

sloveso

[editovat]
  • tranzitivní

význam

[editovat]
  1. soustředit, koncentrovat
    • Στην δεκαετία 1930 η ναζιστική Γερμανία συγκέντρωνε τους πολιτικούς αντιπάλους της στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως - και όχι βέβαια μόνο εκείνους... – Ve třicátých letech 20.století soustřeďovalo nacistické Německo své politické oponenty v koncentračních táborech - a rozhodně nejenom je...
    • Ας συγκεντρώσουμε τις προσπάθειες μας στο θέμα αυτό. – Soustřeďme své úsilí na tuto záležitost!

antonyma

[editovat]
  1. διασκορπίζω

související

[editovat]