συμβιβασμός
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [sim.vi.va.ˈzmɔs]
podstatné jméno
[editovat]- rod mužský
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | συμβιβασμός | συμβιβασμοί |
genitiv | συμβιβασμού | συμβιβασμών |
akuzativ | συμβιβασμό | συμβιβασμούς |
vokativ | συμβιβασμέ | συμβιβασμοί |
význam
[editovat]- kompromis
- Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε συμβιβασμό. – Zkusme uzavřít (nějaký) kompromis.
související
[editovat]- ασυμβιβασία (nekompromisnost)
- συμβιβαστικός (kompromisní)
- συμβιβάζω
- υποβιβασμός
- επιβιβάζομαι
- μετεμβιβάζω
- μεταβίβαση