τραυλισμός
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [tɾa.vli.ˈzmɔs]
podstatné jméno
[editovat]- rod mužský
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | συνασπισμός | τραυλισμοί |
genitiv | τραυλισμού | τραυλισμών |
akuzativ | τραυλισμό | τραυλισμούς |
vokativ | τραυλισμέ | τραυλισμοί |
význam
[editovat]- koktání, koktavost, zakoktávání se
- Η επανάληψη φθόγγων, συλλάβων ή και λέξεων, το μπλοκάρισμα στη ροή της γλώσσας είναι κάποια συμπτώματα τραυλισμού που εύκολα γίνονται αντιληπτά από το κοινωνικό περιβάλλον κι έχουν θετικές (άμεση παρέμβαση) ή αρνητικές (γέλια, φόβο) επιπτώσεις στα άτομα. – Opakování hlásek, slabik a slov, zablokování v toku řeči - to jsou některé příznaky koktavosti, kterých si všímá okolí a mají na jedince kladné i záporné dopady.[1]
synonyma
[editovat]související
[editovat]poznámky
[editovat]- ↑ Maria Tsangarisová: Τραυλισμός! Τι είναι και πώς αντιμετωπίζεται