τροχαίο δυστύχημα

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [trɔˈçɛːɔ ðɪsˈtiːçima]

slovní spojení

[editovat]

význam

[editovat]
  1. dopravní nehoda
    • Στην Τσεχία, ένας άνδρας έχασε τη ζωή του σε ένα τροχαίο δυστύχημα που προκλήθηκε από την πτώση ενός δέντρου. Πολλοί άνθρωποι τραυματίστηκαν στη χώρα, με τους ανέμους, που συνοδεύουν την Κιάρα, να πνέουν με ταχύτητα έως και 180 χλμ/ώρα. Στην Πράγα, δύο έφηβοι τραυματίστηκαν από δέντρο που ξεριζώθηκε.[1]

poznámky

[editovat]