χειραγωγώ
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈçi.ɾa.ɣɔ.ˈɣɔ]
sloveso
[editovat]- tranzitivní
- pravidelné
význam
[editovat]- manipulovat, zmanipulovat
- Οι καταναλωτές χειραγωγούνται μέσω της διαφημίσεως. – Spotřebitelé jsou manipulováni reklamou.
- Ήταν πεισματάρα, θερμοκέφαλη, κακομαθημένη, δηλωμένη σοσιαλίστρια και πιστή σε ιδεολογίες που στοχεύουν στην εξάλειψη του εγώ. Τις λίγες φίλες που είχε χειραγωγούσε προς το συμφέρον της και οι άντρες με τους οποίους έμπλεκε την παρατούσαν πολύ σύντομα, επειδή δεν την άντεχαν πια. – Byla tvrdohlavá, horkokrevná, rozmazlená, prohlašovala se za socialistku a byla věrná ideologiím, které hodlají vymýtit ego. Těch několik kamarádek, co měla, manipulovala ve svůj prospěch a muži, s nimiž se zapletla, ji velice záhy opouštěli, protože ji nemohli vystát.[1]
související
[editovat]- χειραγώγηση (manipulace)
- αχειραγώγητος (nezmanipulovatelný)
- χειραγωγός (manipulátor/ka)
- χειραγωγήσιμος (poddajný, manipulovatelný)
poznámky
[editovat]- ↑ Jo Nesbo: Χιονάνθρωπος, str. 164, překlad Γωγώ Αρβανίτη, nakladatelství Μεταίχμιο, Athény 2012