χουφτώνω

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [xuˈfto.no]

sloveso

[editovat]
  • tranzitivní

varianty

[editovat]

význam

[editovat]
  1. chlípně osahávat, ošmatávat, ohmatávat
    • Αγόρια με παρενοχλούσαν σεξουαλικά και με χούφτωναν τακτικά στο σχολείο μπροστά σε καθηγητές που έκαναν τα στραβά μάτια.[1]

související

[editovat]

poznámky

[editovat]