ακούραστος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [a.ˈku.ras.tɔs]

přídavné jméno

[editovat]

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ακούραστος ακούραστη ακούραστο ακούραστοι ακούραστες ακούραστα
genitiv ακούραστου ακούραστης ακούραστου ακούραστων ακούραστων ακούραστων
akuzativ ακούραστον ακούραστη ακούραστο ακούραστους ακούραστες ακούραστα
vokativ ακούραστε ακούραστη ακούραστο ακούραστοι ακούραστες ακούραστα

význam

[editovat]
  1. neúnavný, vytrvalý

synonyma

[editovat]
  1. αβάρετος, ακαταπόνητος

související

[editovat]