απαλλάσσομαι
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina[editovat]
výslovnost[editovat]
- IPA: [ˀapa.ˈla.sɔ.mɛ]
sloveso[editovat]
- deponentní
- ambitranzitivní, většinou ale intranzitivní
význam[editovat]
- (απαλλάσσομαι από κάτι) zbavit se
- Πότε νομίζετε ότι θα απαλλαχτούμε από την ξεναγό; Μας βαράει το μυαλό με τις ξυπνάδες της, δεν αντέχω πια.. – Kdy myslíte, že už se zbavíme té průvodkyně? Furt do nás hučí ty svoje vtipnosti, já už to nevydržím.
- Ξέρεις καλά, ακόμα και αν απαλλαγείς από την υποψία και αφεθείς ελεύθερος μεθαύριο, το όνομά σου θα έχει συνδεθεί για πάντα με εκείνα τα πρωτοσέλιδα.[1]
- Απαλλάχτηκα από τα χρέη και βρήκα την ηρεμία μου. – Zbavil(a) jsem se dluhů a nalezl(a) klid.[2]
synonyma[editovat]
- (částečně) ξεφορτώνομαι