Přeskočit na obsah

απολυταρχικός

Z Wikislovníku

Možná hledáte ἀπολυταρχικός nebo απολυταρχικώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [apɔ.lɪ.tar.çi.ˈkɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodnÉ

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ απολυταρχικός απολυταρχική απολυταρχικό απολυταρχικοί απολυταρχικές απολυταρχικά
genitiv απολυταρχικού απολυταρχικής απολυταρχικού απολυταρχικών απολυταρχικών απολυταρχικών
akuzativ απολυταρχικό(ν) απολυταρχική απολυταρχικό απολυταρχικούς απολυταρχικές απολυταρχικά
vokativ απολυταρχικέ απολυταρχική απολυταρχικό απολυταρχικοί απολυταρχικές απολυταρχικά

význam

[editovat]
  1. (v sociologii, v politice) absolutistický, totalitní, autoritářský

synonyma

[editovat]
  1. (částečně) ολοκληρωτικός

antonyma

[editovat]
  1. πλουραλιστικός

související

[editovat]