ολοκληρωτικός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte ολοκληρωτικώς nebo ὁλοκληρωτικός.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [o.lo.kli.ro.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodnÉ

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ολοκληρωτικός ολοκληρωτική ολοκληρωτικό ολοκληρωτικοί ολοκληρωτικές ολοκληρωτικά
genitiv ολοκληρωτικού ολοκληρωτικής ολοκληρωτικού ολοκληρωτικών ολοκληρωτικών ολοκληρωτικών
akuzativ ολοκληρωτικό(ν) ολοκληρωτική ολοκληρωτικό ολοκληρωτικούς ολοκληρωτικές ολοκληρωτικά
vokativ ολοκληρωτικέ ολοκληρωτική ολοκληρωτικό ολοκληρωτικοί ολοκληρωτικές ολοκληρωτικά

význam

[editovat]
  1. (v sociologii, v politice) totalitní, autoritářský

synonyma

[editovat]
  1. (částečně) απολυταρχικός

antonyma

[editovat]
  1. πλουραλιστικός

související

[editovat]