βατραχάνθρωπος
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈva.tɾa.ˈxanθɾɔpɔs]
podstatné jméno
[editovat]- rod mužský
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | βατραχάνθρωπος | βατραχάνθρωποι |
genitiv | βατραχανθρώπου | βατραχανθρώπων |
akuzativ | βατραχάνθρωπο | βατραχανθρώπους |
vokativ | βατραχάνθρωπε | βατραχάνθρωποι |
význam
[editovat]- žabí muž, potápěč
- Βατραχανθρώπους και πρώην πεζοναύτες επιστρατεύει στον Σκορπιό ο Ριμπολόβλεφ – Rybolovlev verbuje žabí muže a bývalé mariňáky do Skorpiona.
- Ποια εντολή είχανε οι βατραχάνθρωποι εκείνη την νύχτα? Συγκλονιστικὴ μαρτυρία ἀπὸ βατραχάνθρωπο τῶν Ἰμίων – Jaký rozkaz měli potápěči oné noci? Šokující svědectví potápěče z řecko-turecké krize na Imiích.