βράδιασμα
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈvɾa.ðʝa.zma]
podstatné jméno
[editovat]- rod střední
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | βράδιασμα | βραδιάσματα |
genitiv | βραδιάσματος | βραδιασμάτων |
akuzativ | βράδιασμα | βραδιάσματα |
vokativ | βράδιασμα | βραδιάσματα |
význam
[editovat]- (knižně, řidčeji) soumrak, schylování se, podvečer (také přeneseně)
- Όπως ο εσπερινός σχέτιζε το βράδιασμα με ολόκληρη τη χριστιανική εμπειρία του κόσμου ως «βραδιάσματος» – έτσι και ο όρθρος σχετίζει το πρωινό με τη χριστιανική εμπειρία της Εκκλησίας ως «πρωινού» και ως απαρχής.
- Το βράδιασμα της μέρας φέρνει συνειρμικά στη σκέψη του ποιητή «το βράδιασμα» της δικής τους ζωής και αμέσως διατυπώνει κιόλας την επιθυμία ν' αφήσει τον επίγειο κόσμο διατηρώντας μόνο τις ελάχιστες αναμνήσεις. – Soumrak dne přenáší básníkovu mysl volnou asociací i k schylování se jeho vlastního života a ihned vyjadřuje přání zanechat pozemský svět, uchovat si pouze ty nejmenší vzpomínky.[1]
- Αφήνει τό πνεϋμά του νά χαρη τήν ομορφιά του βραδιάσματος, όπου όλα γίνονται απαλά καί ήμερα, Οπου τό ήλιοβασίλεμα τα χρυσώνει όλα και τα κάνει να φαίνονται αιώνια – Nechává svého ducha radovat se z krásy podvečera, kdy všechno se stává hladkým a jemným a den tam, kde západ slunce pozlacuje všechny věci a způsobuje, že vypadají věčně...[2]