ευπρόσδεκτος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [ɛf.ˈproz.ðɛ.ktɔs]

přídavné jméno

[editovat]

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ευπρόσδεκτος ευπρόσδεκτη ευπρόσδεκτο ευπρόσδεκτοι ευπρόσδεκτες ευπρόσδεκτα
genitiv ευπρόσδεκτου ευπρόσδεκτης ευπρόσδεκτου ευπρόσδεκτων ευπρόσδεκτων ευπρόσδεκτων
akuzativ ευπρόσδεκτον ευπρόσδεκτη ευπρόσδεκτο ευπρόσδεκτους ευπρόσδεκτες ευπρόσδεκτα
vokativ ευπρόσδεκτε ευπρόσδεκτη ευπρόσδεκτο ευπρόσδεκτοι ευπρόσδεκτες ευπρόσδεκτα

význam

[editovat]
  1. vítaný

synonyma

[editovat]
  1. καλοδεχούμενος

související

[editovat]