καλοχτενισμένος
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [kalɔxtɛnɪzmɛːnɔs]
dělení
[editovat]- κα-λο-χτε-νισ-μέ-νος
přídavné jméno
[editovat]- slovesné
význam
[editovat]- učesaný, hezky upravený, pěkně učesaný, načesaný, načančaný
- Δεν είναι πολύ ωραίο που η κυρία, παρά την ηλικία της, συνεχίζει να πηγαίνει στο κομμωτήριο ; Πολύ ωραίο! Θα είναι η πιο καλοχτενισμένη στο νεκροταφείο![1]
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | καλοχτενισμένος | καλοχτενισμένη | καλοχτενισμένο | καλοχτενισμένοι | καλοχτενισμένες | καλοχτενισμένα |
genitiv | καλοχτενισμένου | καλοχτενισμένης | καλοχτενισμένου | καλοχτενισμένων | καλοχτενισμένων | καλοχτενισμένων |
akuzativ | καλοχτενισμένον | καλοχτενισμένη | καλοχτενισμένο | καλοχτενισμένους | καλοχτενισμένες | καλοχτενισμένα |
vokativ | καλοχτενισμένε | καλοχτενισμένη | καλοχτενισμένο | καλοχτενισμένοι | καλοχτενισμένες | καλοχτενισμένα |
související
[editovat]poznámky
[editovat]- ↑ Arkas.gr: Συναντήσεις που θα θέλαμε να δούμε, rozhovor Kastráta s Lukrécií
externí odkazy
[editovat]- Google Books. Vyhledávání výrazu "καλοχτενισμένος" pro novořečtinu.
- Wikizdroje. Vyhledávání výrazu "καλοχτενισμένος".