κατοχή
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ka.to.'çi]
podstatné jméno
[editovat]- rod ženský
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | κατοχή | κατοχές |
genitiv | κατοχής | κατοχών |
akuzativ | κατοχή | κατοχές |
vokativ | κατοχή | κατοχές |
význam
[editovat]- okupace, zabrání, obsazení
- Μετά από την εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας εις την Τσεχοσλοβακία ακολούθησε μια κατοχή που έμελλε να διαρκεί δύο δεκαετίες. – Po vpádu vojsk Varšavské smlouvy do Československa následovala okupace, která měla trvat po dvě desetiletí.